- κουρφεύω
- και κουρφεύγω και κρουφεύγω [κουρφός]1. κρατώ κάτι μυστικό, κρύβω κάτι («ό,τι κι αν εκρούφευγα, ξεύρουν το στο παλάτι», Ερωτόκρ.)2. μέσ. κουρφεύομαιμένω άγνωστος3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κουρφεμένος, -η, -ο(ν)κρυφός, μυστικός.
Dictionary of Greek. 2013.